κεραΐς

κεραΐς
κερᾰΐς, ῖδος, ,
A worm that eats horn, v.l. Od.21.395 (pl.).
II gen. ΐδος, = κεράς (A) (q.v.).
III = ῥάφανος ἀγρία, Thphr.HP9.15.5.
------------------------------------
κερᾱΐς, ΐδος, ,
A = κορώνη (Hsch.), used of Medea by Lyc.1317.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεράις — κεράϊς, ιδος, ἡ (Α) άγριο ραπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ.. Η ομοιότητα με το ρωσ. chren και το τσεχ. křen, αν δεν είναι τυχαία, θα πρέπει να οφείλεται σε κοινό δανεισμό] …   Dictionary of Greek

  • κεραΐς — κεραΐς, ΐδος, ἡ (Α) 1. είδος σκουληκιού που φθείρει τα κέρατα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «κεραΐδες τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα» β) (για τη Μήδεια) «κορώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κερα ός + κατάλ. ίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”